λίχνευμα

λίχνευμα
το см. λιχουδιά 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "λίχνευμα" в других словарях:

  • λίχνευμα — a dainty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίχνευμα — το (Α λίχνευμα) [λιχνεύω] ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές …   Dictionary of Greek

  • SOLEN — Graece σωλην`, a figura canalis seu tubi, alias ὄνυξ, unguis quod testa eius unguem referat humanum, χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα, viduarum cupediae Sophrom Comico, pauperioribus in delitiis fuit. Sed feminae dulciores: omnes vero edebantur elixi ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

  • λίχνευσις — λίχνευσις, ἡ (Μ) [λιχνεύω] λίχνευμα, ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά …   Dictionary of Greek

  • μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»